- κουβέντιασμα
- το [κουβεντιάζω]1. συζήτηση, συνομιλία, κουβέντα2. δυσμενή σχόλια, επίκριση, μομφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουβέντιασμα — το, ατος 1. κουβέντα. 2. κατηγορία, δυσμενή σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)